1 κατ-είργνῡμι
κατ-είργνῡμι, = Folgdm, κατειργνῦσι τοὺς βοῦς ἐς μέσα τὰ φρύγανα Her. 4, 69.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > κατ-είργνῡμι